ρουβίνιο(ν)
Смотреть что такое "ρουβίνιο(ν)" в других словарях:
ρουβίνιο(ν) — το, Ν λόγια ονομασία τού ρουμπινιού … Dictionary of Greek
ρουβινέρυθρος — η, ο, Ν ρουμπινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) + ερυθρός] … Dictionary of Greek
ρουβινιόχρους — ουν, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού ρουμπινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) «ρουμπίνι» + χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χρους] … Dictionary of Greek
ρουβινύαλος — ο, Ν γυαλί με βαθύ κόκκινο, ρουμπινί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) «ρουμπίνι» + ύαλος «γυαλί»] … Dictionary of Greek