ρουβίνιο(ν)

ρουβίνιο(ν)
το см. ρουμπίνι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ρουβίνιο(ν)" в других словарях:

  • ρουβίνιο(ν) — το, Ν λόγια ονομασία τού ρουμπινιού …   Dictionary of Greek

  • ρουβινέρυθρος — η, ο, Ν ρουμπινής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) + ερυθρός] …   Dictionary of Greek

  • ρουβινιόχρους — ουν, Ν αυτός που έχει το χρώμα τού ρουμπινιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) «ρουμπίνι» + χρους (< χρώς, χροός «χρώμα»), πρβλ. ροδό χρους] …   Dictionary of Greek

  • ρουβινύαλος — ο, Ν γυαλί με βαθύ κόκκινο, ρουμπινί χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουβίνιο(ν) «ρουμπίνι» + ύαλος «γυαλί»] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»